μακελειό

μακελειό
το
(λ. λατ.)
1. χώρος που προορίζεται για σφαγή ζώων, το σφαγείο: Συγκέντρωσε τα ζώα στο μακελειό.
2. μεγάλη σφαγή ανθρώπων: Η επιδρομή του εχθρού οδήγησε σε μακελειό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κρεούργηση — η 1. τεμάχισμα τού κρέατος 2. ανηλεής σφαγή ανθρώπων, μακελειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κρεούργησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιασμός — ο, ΝΜΑ [σφαγιάζω] θυσία νεοελλ. 1. ομαδική σφαγή, μακελειό 2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μακελλαριάς, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αχαΐας, στη δεξιά όχθη του ποταμού Σελινούντα, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε το 532 και κτήτοράς του θεωρείται ο στρατηγός του Ιουστινιανού, Βελισάριος. Αρχικά το παλιό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”